- ληίδα
- ληίςbootyfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληίδ' — ληίδα , ληίς booty fem acc sg ληίδι , ληίς booty fem dat sg ληίδε , ληίς booty fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήλιθα — ἤλιθα (Α) επίρρ. 1. αρκετά, υπερβολικά («ληίδα συνελάσσαμεν ἤλιθα πολλήν» λάφυρα συγκεντρώσαμε πάρα πολλά, Ομ. Ιλ.) 2. άσκοπα, μάταια («οἵ τε πέτονται ἤλιθα» κι αυτοί πετούν άσκοπα, Καλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. ήλιθα < *ήλιθος < ηλεός*. ΠΑΡ. ηλίθιος] … Dictionary of Greek
Άλθηπος — Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Ποσειδώνα και της Ληίδας. Ήταν βασιλιάς της Τροιζήνας, η οποία, σύμφωνα με τον μύθο, βρισκόταν με εντολή του Δία υπό τη διπλή κατοχή του Ποσειδώνα και της Αθηνάς. H ερμηνεία του μύθου: ο Ποσειδώνας ήταν το νερό, η… … Dictionary of Greek